- χηναλωπεκιδεύς
- χηνᾰλωπ-εκιδεύς, έως, ὁ,A young of the χ., Ael.NA7.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηναλωπεκιδεύς — έως, ὁ, Α μικρός χηναλώπηξ*, νεοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηναλώπηξ, εκος + επίθημα ιδεύς, που απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
χηναλωπεκιδεῖς — χηναλωπεκιδεύς young of the masc acc pl χηναλωπεκιδεύς young of the masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)